- πεῖσα
- πείθωpersuadeaor ind act 1st sg (homeric ionic)πεῖσαobediencefem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πείσα — ἡ, Α (ποιητ. τ. τού πειθώ) 1. υπακοή, ευπείθεια, πειθώ 2. καθησύχαση, καταπράυνση, αταραξία («τῷ δὲ μάλ ἐν πείσηῃ κραδίη μένε τετληυῑα νωμελέως», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + επίθημα ja] … Dictionary of Greek
πείσας — πείσᾱς , πείθω persuade aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) πεί̱σᾱς , πεῖσα obedience fem acc pl πεί̱σᾱς , πεῖσα obedience fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεισάσης — πεισά̱σης , πείθω persuade aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσασα — πείσᾱσα , πείθω persuade aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσασαι — πείσᾱσαι , πείθω persuade aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσασαν — πείσᾱσαν , πείθω persuade aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσασι — πείσᾱσι , πείθω persuade aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσασιν — πείσᾱσιν , πείθω persuade aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
πεῖσαι — πείθω persuade aor imperat mid 2nd sg πείθω persuade aor inf act πεῖσα obedience fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)